- αρυστήρ
- ἀρυστήρ, ο (Α) [αρύω]αγγείο για μέτρηση υγρών.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀρυστήρ — liquid measure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρα — ἀρυστήρ liquid measure masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρας — ἀρυστήρ liquid measure masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρες — ἀρυστήρ liquid measure masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστῆρος — ἀρυστήρ liquid measure masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρυστήρεσσι — ἀρυστήρ liquid measure masc dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρύω — (και αρύομαι) (AM ἀρύω, Α και ἀρύτω) μτφ. αντλώ, συγκεντρώνω υλικά αγαθά ή πληροφορίες από κάποια πηγή ή πηγές αρχ. 1. αντλώ νερό ή άλλο υγρό 2. μέσ. α) υδρεύομαι β) (για αστέρια) ανατέλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι το αρύω είναι… … Dictionary of Greek
επαρυστήρ — ἐπαρυστήρ, ο και ἐπαρυστρίς, η (Α) μικρό αγγείο με το οποίο έχυναν λάδι στο λυχνάρι («ἐπαρυστρίδας καὶ πάντα τὰ ἀγγεῑα τοῡ ἐλαίου», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρυστήρ (παράλληλος τ. τού αρυτήρ) «μέτρο υγρών»] … Dictionary of Greek
λιμνηστρίς — λιμνηστρίς, ίδος, γεν. και λημνίτιδος, ἡ (Α) λιμνησία,* αδάρκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιμνηστήρ + επίθ. τρις (πρβλ. αρυστήρ: αρυστρίς)] … Dictionary of Greek
aus- (*heuks) — aus (*heuks) English meaning: to draw (water), ladle, *shed blood Deutsche Übersetzung: ‘schöpfen” Root aus : “to draw (water), ladle” derived from the stem: au̯/е/ , aue̯ nt : of Root au(̯ e) 9, au̯ed , au̯er : “to flow, to wet;… … Proto-Indo-European etymological dictionary